- ἱερακία
- ἱερᾱκ-ία βοτάνη,=A
ἱεράκιον 1
, Horap.1.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἱεράκιον 1
, Horap.1.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιερακία — ἱερακία, ἡ (Α) [ιέραξ] φρ. «ἱερακία βοτάνη» το βότανο ιεράκιο … Dictionary of Greek
ιέραξ — Γένος αρπακτικών πουλιών, της οικογένειας των ιερακιδών, γνωστό κυρίως με το όνομα γεράκι (βλ. λ.). * * * ὁ (ΑΜ ἱέραξ, ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ) το πτηνό γεράκι («ἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. είδος ψαριού 2. ονομασία… … Dictionary of Greek